- βραγχιοειδής
- ης, ες похожий на жабры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραγχιοειδής — βραγχιοειδής, ές και βραγχοειδής, ές (Α) όμοιος με τα βράγχια των ψαριών … Dictionary of Greek
βραγχιοειδῆ — βραγχιοειδής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βραγχιοειδής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βραγχιοειδής masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek